- ἠρεμήρης
- ἠρεμ-ήρης, an Adj. termin.,1 from ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης.2 from ἐρε- ([etym.] ἐρέ-της), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc.3 prob. from ([etym.] ϝ) ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.